- περιτηκτικός
- -ή, -ό, Ν(μεταλργ.) όρος που χαρακτηρίζει κάθε ισόθερμη και αντιστρεπτή αντίδραση, η οποία συντελείται κατά την ψύξη ενός μετάλλου από την υγρά κατάσταση, δηλαδή την κατάσταση τήγματος, και χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι εμφανίζεται μια στερεά φάση εις βάρος μιας άλλης στερεάς φάσης, που είχε προηγηθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. peritectique < περι-* + τήκω].
Dictionary of Greek. 2013.